σοφισμός

σοφισμός
σοφισμός
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σοφισμός — ὁ, Α το σόφισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σοφίζομαι. Για τη σημ. τής λ. βλ. λ. σοφίζομαι] …   Dictionary of Greek

  • σοφισμοῖς — σοφισμός masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοφισμοί — σοφισμός masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοφισμοῦ — σοφισμός masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοφισμούς — σοφισμός masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοφισμῶν — σοφισμός masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοφισμῷ — σοφισμός masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοφισμόν — σοφισμός masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοφίζομαι — ΜΝΑ, και ενεργ. τ. σοφίζω Α 1. μηχανεύομαι, επινοώ, σκαρφίζομαι (α. «δεν πτοήθηκε και σοφίστηκε κάτι άλλο» β. «σοφίζομαι δὲ κάπί τοῑς φιλτάτοις τέχνας πορίζω», Ευ ρ.) 2. (σχετικά με λόγο, ομιλία) επινοώ και χρησιμοποιώ σοφιστικά επιχειρήματα (α.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”